-
1 περιποιέω
A cause to remain over and above, keep safe, preserve, Hdt. 3.36, al., Th.2.25, al., Lys.13.63, etc.; ἐκ κακῶν καὶ πολέμου ὑμᾶς αὐτοὺς π. Id.6.47.2 of money, food, etc., save up, lay by, X.Oec.11.10 ; ἀπ' ὀλίγων ib.2.10 ; τῶν προσόδων part of the revenues, Is.6.38, cf. POxy.2148.17 (i A. D.).4 generally, procure, secure, achieve, lay up,αἰσχύνην τῇ πόλει Isoc.15.301
;π. τῇ πόλει τὰ εἰς τιμὴν ἀνήκοντα Milet.3
No.146.84 (iii B. C.);πολλὰ καὶ μεγάλα τῶν συμφερόντων τῇ πατρίδι IGRom.4.1757
(Sardes, i B. C.);δυναστείας ἑαυτοῖς Aeschin.3.3
([voice] Med.), cf. D.15.11; τὰ πράγματα ἐς ἑαυτοὺς π. get things into their own hands, Th.8.48, cf. Is.7.6.II [voice] Med., keep or save for oneself, [ τὸ παιδίον] Hdt.1.110 (sed leg. - ποιήσῃς) ;ἐλπίδας ἑαυτῷ D.19.240
; compass, acquire, gain possession of, δύναμιν, ἰσχύν, Th.1.9,15 ; ἑαυτῷ ὄνομα καὶ δύναμιν π. X.An.5.6.17, cf. LXX 1 Ma.6.44;παρὰ τοῦ πλήθους δόξαν D.12.19
;αὑτοῖς δυναστείαν Arist. Pol. 1306a24
;πρόβατα PMich.Zen.87.7
(iii B. C.); [ἐκκλησίαν] διὰ τοῦ αἵματος Act.Ap.20.28
; saue,τοσαῦτα ὥστε καὶ πλουτεῖν X.Mem.2.7.3
; Ch.29.3 ; make gain,ἀπό τινος X.Mem.4.2.38
:— [voice] Pass.,χρήματα περιποιηθησόμενα Cod.Just.1.4.26
Intr.2 in sense of [voice] Act. 1.1, freq. in LXX, as Ge.12.12, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιποιέω
См. также в других словарях:
περιποιώ — περιποιῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. παρέχω, δίνω (α. «η παρουσία σας μάς περιποιεί μεγάλη τιμή» β. «σφόδρ ἄν Αρτεμισίαν πειραθῆναι περιποιῆσαι Ῥόδον αὐτῷ», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. (κυρίως το μέσ.) περιποιούμαι και περιποιέμαι α) παρέχω περιποίηση, εξυπηρετώ,… … Dictionary of Greek